-
1 представительство
представительство с η αν-. τιπροσωπεία* торговое \представительство η εμπορική αντιπροσωπεία* * *сη αντιπροσωπείαторго́вое представи́тельство — η εμπορική αντιπροσωπεία
-
2 торгпредство
торгпредство с (торговое представительство) η εμπορική αντιπροσωπεία* * *с(торго́вое представи́тельство) η εμπορική αντιπροσωπεία -
3 представительство
представительствос ἡ ἀντιπροσωπεία:торговое \представительство ἡ ἐμπορική ἀντιπροσωπεία -
4 делегация
-и θ.αντιπροσωπεία, αποστολή, επιτροπή•торговая делегация εμπορική αντιπροσωπεία.,
-
5 торгпредство
торгпред||ствос (торговое представительство) ἡ ἐμπορική ἀντιπροσωπεία -
6 торгпредство
-а ουδ.εμπορική αντιπροσωπεία της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό.
См. также в других словарях:
αντιπροσωπεία — Είναι μια έννοια που στο νεότερο δίκαιο έχει δύο θεμελιώδεις, αλλά εντελώς αποκλίνουσες σημασίες, σύμφωνα με το αν γίνεται χρήση της στο ιδιωτικό δίκαιο ή στο δημόσιο δίκαιο. Στο ιδιωτικό δίκαιο η α. είναι θεσμός που ανάγεται κυρίως στο ρωμαϊκό… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek